- πληρεξουσιότητα
- ηη εξουσία που παίρνει κανείς με το πληρεξούσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πληρεξουσιότητα — η, Ν (αστ. δίκ.) 1. η διά δικαιοπραξίας παρεχόμενη εξουσία προς αντιπροσώπευση, καθώς και η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται η εξουσία αυτή 2. φρ. α) «εσωτερική πληρεξουσιότητα» η περίπτωση κατά την οποία η δήλωση τού πληρεξουσιοδότη… … Dictionary of Greek
αντιπροσωπεία — Είναι μια έννοια που στο νεότερο δίκαιο έχει δύο θεμελιώδεις, αλλά εντελώς αποκλίνουσες σημασίες, σύμφωνα με το αν γίνεται χρήση της στο ιδιωτικό δίκαιο ή στο δημόσιο δίκαιο. Στο ιδιωτικό δίκαιο η α. είναι θεσμός που ανάγεται κυρίως στο ρωμαϊκό… … Dictionary of Greek
πληρεξούσιος — α, ο, Ν 1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα 2. το ουδ. ως ουσ. το πληρεξούσιο το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ εξούσιος)] … Dictionary of Greek
αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 … Dictionary of Greek
αυτοκρατορία — Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική … Dictionary of Greek
βάιλας — ο (AM βαΐουλος, Μ βάιλος και βάγιλος και βάγυλος) παιδαγωγός μσν. νεοελλ. υπηρέτης μσν. 1. τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη 2. αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα 3. ο αντιβασιλέας της… … Dictionary of Greek
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
εξά — η (Μ ἐξά) [εξουσία] 1. εξουσία, δύναμη 2. ελευθερία ενέργειας, αυτοκυριαρχία («εμπήκες σ έτοια πεθυμιά κ ήχασες την εξά σου;», Ερωτόκρ.) 3. δικαίωμα, εξουσία 4. πληρεξουσιότητα, εντολή 5. φρ. α) «έχω στην εξά μου» διαθέτω β) «δεν είμαι τής εξάς… … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek